στίβος

στίβος
στίβος [ῐ], , ([etym.] στείβω)
A trodden way, track, path, h.Merc.352; ἔρημος ἔνθ' ἂν ᾖ βροτῶν ς. S.Ant.773, cf. Ph.157 (lyr.), E.IT67, Or.1274 (lyr.); ὀγμεύειν ς. S.Ph.163 (anap.);

ξύμβλητο κατὰ στίβον Ἡρακλῆϊ A.R.1.1253

.
II track, footstep, h.Merc.353, Hdt.4.140, A.Ch.210, 227, S.Ph.48, Ichn.109, E.Ion 743, etc.; ἕπεσθαι κατὰ στίβον on the track or trail, Hdt.5.102, cf. 4.122, 9.59;

στίβοι ποδῶν A.Ch.205

;

ἵππων X.An.1.6.1

; λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες traces of one who had lain there, A.Ag.411 (lyr.); στίβου οὐδεὶς κτύπος (v.l. τύπος) S.Ph. 29, cf. 206 (lyr.); ῥινῶν ὀξὺς ς., of hounds on the track, AP9.516 (Crin.).
III fuller's workshop, PHib.1.114.3, al. (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στίβος — trodden way masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών …   Dictionary of Greek

  • στίβος — ο 1. μέρος σταδίου κατάλληλο για αγώνες ή ασκήσεις: Αποχώρησαν από το στίβο ισόπαλοι. 2. πεδίο δράσης και αγώνων: Αγωνίστηκε στο στίβο της ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοι — στίβος trodden way masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοις — στίβος trodden way masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοισι — στίβος trodden way masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβον — στίβος trodden way masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβου — στίβος trodden way masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβους — στίβος trodden way masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβων — στίβος trodden way masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”